- μονόσωμος
- μονόσωμος, -ον (Α)αυτός που προορίζεται για ένα μόνο σώμα («κοιμητήριον μονόσωμον», επιγρ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)-* + -σωμος (< το θ. τής ονομ. τής λ. σώμα -ατος), πρβλ. μεγαλό-σωμος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μον(ο)- — (ΑΜ μον[ο] , Α ιων. μουν[ο] ) α συνθετικό πολλών λ. τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθετο μόνος* (ιων. μοῡνος) και έχει την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό: α) είναι ένα και μοναδικό ή έχει απομείνει μόνο ένα (μονοσύλλαβος,… … Dictionary of Greek
μονοσωμία — η [μονόσωμος] βιολ. κατάσταση που προκύπτει από την απώλεια ενός χρωματοσώματος, ενός ζεύγους ή ενός χρωμοσωμικού τμήματος … Dictionary of Greek
μονοσωμικός — ή, ό [μονόσωμος] βιολ. (για διπλοειδή οργανισμό) αυτός που έχασε ένα χρωματόσωμα από το σύνολο τών ζευγών … Dictionary of Greek
σώμα — Γενικό όνομα που δίνεται σε μια ποσότητα ύλης. Σώματα επομένως είναι όλα τα αντικείμενα με τις ιδιότητες τους (σχήμα, διαστάσεις, βάρος κλπ.)· ουσία, αντίθετα, είναι η ποιότητα της ύλης από την οποία αποτελούνται τα σ. Για μεγαλύτερη ακριβολογία… … Dictionary of Greek